χασισώνω

χασισώνω
χασίσωσα, χασισώθηκα, χασισωμένος, ναρκώνω κάποιον δίνοντάς του να καπνίσει χασίσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χασισώνω — Ν [χασίς] 1. δίνω σε κάποιον να καπνίσει χασίσι 2. (το μέσ. και παθ.) χασισώνομαι καπνίζω χασίσι και μεθώ από αυτό, μαστούρώνω 3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) χασισωμένος, η, ο μεθυσμένος από χασίσι, μαστούρης …   Dictionary of Greek

  • χασίσωμα — το, Ν [χασισώνω] το αποτέλεσμα τού χασισώνω ή τού χασισώνομαι, η παροχή ή η χρήση χασίς και η μέθη που οφείλεται σε αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”